Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

laugh track


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο laugh παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: track
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
laugh vi (make sound of joy, etc.)γελάω, γελώ ρ αμ
 It was a merry evening and everyone at the party was laughing.
 Η βραδιά ήταν ευχάριστη και όλοι γελούσαν στο πάρτυ.
laugh at [sb/sth] vi + prep (find amusing)γελώ με κπ/κτ ρ αμ + πρόθ
 We all laughed at the film.
 My boyfriend laughs at my jokes, even when they're not funny.
 Όλοι γελάσαμε με την ταινία. // Το αγόρι μου γελάει με τα αστεία μου, ακόμα και όταν δεν έχουν πλάκα.
laugh at [sb/sth] vi + prep (mock)κοροϊδεύω ρ μ
  γελώ εις βάρος κπ έκφρ
 I wish you wouldn't laugh at me, it's not funny!
 Θα ήθελα να μην με κοροϊδεύεις, δεν έχει πλάκα!
laugh [sth] vtr (say while laughing) (μιλάω γελώντας)καγχάζω ρ αμ
  (καθομιλουμένη)λέω γελώντας ρ αμ + επίρ
 "Why are you wearing that ridiculous hat?" he laughed.
 «Γιατί φοράς αυτό το γελοίο καπέλο;» κάγχασε.
laugh n (sound of laughter)γέλιο ουσ ουδ
  (παλαιό)γέλωτας ουσ αρσ
 His laugh could be heard in the next room.
 Το γέλιο του ακουγόταν στο διπλανό δωμάτιο.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Προς τι ο γέλωτας;
a laugh n informal (fun time)γέλιο ουσ ουδ
  πλάκα ουσ θηλ
 We had a right laugh at the school disco!
 ΝΕW: Έχασες που δεν ήρθες στο πάρτι. Έπεσε πολύ γέλιο.
 ΝΕW: Έχασες που δεν ήρθες στο πάρτι. Είχε πολλή πλάκα.
a laugh n informal (funny, fun)για γέλια φρ ως επίθ
  γελοιότητα ουσ θηλ
  γελοίος επίθ
 Look at that silly haircut! What a laugh!
 Κοίτα αυτό το χαζό κούρεμα. Είναι για γέλια!
a laugh n informal ([sth] unlikely)ας γελάσω έκφρ
  εδώ γελάμε, εδώ γελάνε έκφρ
 You're expecting Pete to buy a round of drinks? That's a laugh!
 Περιμένεις ότι ο Πιτ θα κεράσει τα επόμενα ποτά; Ας γελάσω (or: Εδώ γελάμε)!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
laugh [sb/sth] down,
laugh down [sb/sth]
vtr phrasal sep
(ridicule [sb/sth])κοροϊδεύω ρ μ
  (επίσημο)χλευάζω ρ μ
laugh [sth] off vtr phrasal sep (dismiss as not serious)αψηφώ, αγνοώ ρ μ
  γελάω με κτ ρ μ + πρόθ
  χλευάζω ρ μ
 John laughed off the suggestion that he change his behavior.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
belly laugh n (loud deep laughter) (καθομιλουμένη)χαχανητό, χάχανο ουσ ουδ
belly laugh n informal ([sth] very funny) (καθομιλουμένη)ξεκαρδιστικός επίθ
good for a laugh adj UK (fun, amusing)ευχάριστος επίθ
  διασκεδαστικός επίθ
 Laurel and Hardy films are good for a laugh.
good for a laugh adj UK (person: fun, funny)ευχάριστος επίθ
  διασκεδαστικός επίθ
  καλή παρέα φρ ως επίθ
 I might see if Karen's free to come out; she's always good for a laugh.
a good laugh n informal (funny, fun) (καθομιλουμένη: έχω, βγάζω)τρελό γέλιο, πολύ γέλιο φρ ως ουσ ουδ
  αστείος επίθ
 Your mate Jim's a good laugh, isn't he?
have a good laugh v expr UK, informal (be amused)γελάω πολύ ρ αμ + επίρ
  το διασκεδάζω έκφρ
 I was mortified when I poured wine down my shirt, but everyone else had a good laugh.
have a laugh v expr UK, informal (enjoy a joke, be amused)γελάω, γελώ ρ αμ
 We didn't mean to hurt his feelings, we did it just to have a laugh.
hearty laugh n (exuberant laughter)πηγαίο γέλιο έκφρ
 He missed his grandfather's warm smile and hearty laugh.
laugh in [sb]'s face v expr informal (greet [sb] with derision)γελάω στα μούτρα κπ έκφρ
  χλευάζω ρ μ
 When he suggested that I pay $10,000 for that piece of junk, I laughed in his face.
laugh in the face of [sth] v expr informal, figurative (mock defiantly)αψηφώ ρ μ
 He's so brave that he laughs in the face of danger.
laugh line,
laughter line
n
usually plural (wrinkle around eyes) (μεταφορικά: ρυτίδες)πόδι της χήνας φρ ως ουσ ουδ
laugh line,
laughter line
n
usually plural (wrinkle around mouth)ρυτίδα γύρω από το στόμα φρ ως ουσ θηλ
laugh loudly v expr (guffaw, make noisy laughter)γελώ δυνατά/ηχηρά έκφρ
 He laughed loudly at the idea.
laugh out loud v expr (express amusement loudly)γελώ δυνατά, ξεκαρδίζομαι ρ αμ
Σχόλιο: επίσης γελάω
 That joke made me laugh out loud!
laugh [sth] to scorn v expr (ridicule, deride)κοροϊδεύω ρ μ
  χλευάζω ρ μ
laugh up your sleeve,
also US: laugh in your sleeve
v expr
(be secretly amused) (μεταφορικά)γελάω κάτω από τα μουστάκια μου έκφρ
  γελάω από μέσα μου έκφρ
laugh your head off v expr figurative, informal (laugh heartily)ξεκαρδίζομαι ρ αμ
  ξεκαρδίζομαι στα γέλια έκφρ
  (καθομιλουμένη)δεν μου μένει άντερο από το γέλιο έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'laugh track' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση laugh track στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «laugh track».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!